τσιμεντάρω

τσιμεντάρω
τσιμεντάρισα, τσιμενταρίστηκα, τσιμενταρισμένος, επιστρώνω ή φράζω κάτι με τσιμέντο: Τσιμεντάρισα τον τοίχο. – Τσιμεντάρω το σωλήνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσιμεντάρω — Ν [τσιμέντο] 1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο 2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντάρισμα — το, Ν [τσιμεντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντώνω — Ν [τσιμέντο] τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντώνω — τσιμέντωσα, τσιμεντώθηκα, τσιμεντωμένος, τσιμεντάρω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”